- ἀκραγής
- ἀκραγής, ές, ([etym.] κράζω)A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές)
· ἀκρόχολον AB369
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.